γιάφκα

γιάφκα
η
(λ. ρωσ.), μυστικά μέρη όπου κρύβουν τον οπλισμό τους όσοι πρόκειται να διαπράξουν παράνομες ή αντικαθεστωτικές πράξεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γιάφκα — η 1. χώρος μυστικών συγκεντρώσεων ομάδων επαναστατικών κομμουνιστικών οργανώσεων που ζουν στην παρανομία 2. σύνθημα αναγνωρίσεως μεταξύ τών μελών. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σλαβικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”